- εποικίζομαι
- εποικίζομαι, εποικίστηκα, εποικισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εποικίζω — εποίκισα, εποικίστηκα, εποικισμένος, μτβ. 1. εγκαθιστώ κάποιον ως έποικο σε ήδη κατοικημένο τόπο. 2. χώρα αραιά κατοικημένη την κάνω πολυάνθρωπη με την εγκατάσταση εποίκων: Οι Γάλλοι πρώτοι εποίκισαν τον Καναδά. 3. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)